παραστατικῶς

παραστατικῶς
παραστατικός
fit for standing by.
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραστατικός — ή, ό / παραστατικός, ή, όν, ΝΑ [παραστάτης] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην παράσταση ή που έχει γίνει με τη βοήθεια προϋπαρχουσών παραστάσεων («παραστατική διδασκαλία») 2. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να παριστάνει, να… …   Dictionary of Greek

  • εκφαντορικός — ἐκφαντορικός, ή, όν (AM) Ι. εκφαντικός, αποκαλυπτικός, εξαγγελτικός, ερμηνευτικός, παραστατικός II. επίρρ. ἐκφαντορικῶς ερμηνευτικὼς, παραστατικώς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”